ῥωθώνιον

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek (Liddell-Scott)

ῥωθώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., τὸ ῥάμφος τοῦ πτηνοῦ, Ὀρνεοσόφ. 245, 250. ΙΙ. ἡ ἄκρα (κοινῶς μύτη) ὑποδήματος εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντος, Βυζ.