ρυΐσκομαι
Greek Monolingual
Α
(απόθ.)
1. υποφέρω από διάρροια
2. παρουσιάζω τριχόπτωση
3. πιθ. ρέω, χύνομαι
4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος
ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω (πρβλ. ῥύαξ, ῥύσις) με επίθημα -ίσκω / -ίσκομαι (πρβλ. ἁλ-ίσκομαι)].