τριχόπτωση

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. πτώση τών τριχών της κεφαλής σε ποσοστό μεγαλύτερο από το κανονικό για την φυσιολογική ανανέωση τών μαλλιών, η οποία οδηγεί στην αλωπεκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + πτώση. Η λ., στον λόγιο τ. τριχόπτωσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].