το, Ν1. κάθε λαχανικό ή οποιοδήποτε άλλο είδος εδωδίμου που χρησιμεύει για την παρασκευή της σαλάτας2. (κατ' επέκτ.) η σαλάτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός επιθ. σαλατικός (< σαλάτα)].