και σαραμούρα, η, Ν1. νερό που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλατιού και χρησιμεύει για την διατήρηση ψαριών, καρπών και άλλων εδωδίμων, άλμη2. μτφ. πολύ αλμυρό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. salamora].