σαμάρωμα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν σαμαρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου.