σαμαρώνω

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217

Greek Monolingual

Ν σαμάρι
1. τοποθετώ σαμάρι στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. αναγκάζω ατίθασο άτομο να συμμορφωθεί.