σαμαρώνω

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

Ν σαμάρι
1. τοποθετώ σαμάρι στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. αναγκάζω ατίθασο άτομο να συμμορφωθεί.