σάπισμα
Greek Monolingual
το, Ν σαπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη
2. μτφ. ηθική διαφθορά.
το, Ν σαπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη
2. μτφ. ηθική διαφθορά.