σάρδα

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

English (LSJ)

ἡ,= σαρδίνη, Diph.Siph. ap. Ath.3.120f, Xenocr. ap. Orib.2.58.142, Gal.6.729,746.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, eine Thunfischart, die bei Sardinien gefangen ward, Ath. III, 120 f. Vgl. σαρδίνη.

Greek (Liddell-Scott)

σάρδα: ἡ, εἶδος θύννου ἀγρευομένου πλησίον τῆς Σαρδοῦς Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nom de poissons divers, salés et mis en conserve (sardine, thon).
Étymologie: DELG sans doute de Σαρδώ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
είδος ψαριού, η σαρδέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών].