σαρδίνη
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, pilchard or sardine, Clupea pilchardus, Gal.6.746 (pl., v.l. σαργαν-ῆναι); also σαρδῖνος, ὁ, Arist.Fr.329 (s.v.l.), Epaenet. ap.Ath.7.329a.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, die Sardelle, lat. sardina, Arist. u. A.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sardine, sardinelle, poissons.
Étymologie: σάρδα.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
λόγια ονομασία της σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδα + επίθημα -ίνη (βλ. λ. σάρδα)].