σαρδίνη
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, pilchard or sardine, Clupea pilchardus, Gal.6.746 (pl., v.l. σαργαν-ῆναι); also σαρδῖνος, ὁ, Arist.Fr.329 (s.v.l.), Epaenet. ap.Ath.7.329a.
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, die Sardelle, lat. sardina, Arist. u. A.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sardine, sardinelle, poissons.
Étymologie: σάρδα.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
λόγια ονομασία της σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδα + επίθημα -ίνη (βλ. λ. σάρδα)].