σάρπος

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 864] ὁ, eine hölzerne Kiste, E. M; bei den Bithynern ein hölzernes Haus, sonst μόσυν, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σάρπος: ὁ, ξύλινον κιβώτιονθήκη, «σάρπους· κιβωτούς. Βιθυνοὶ δὲ ξυλίνας οἰκίας» Ἡσύχ.· πρβλ. σάρπη.

Greek Monolingual

και σαρπός, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κιβωτός, Βιθυνοὶ δὲ ξύλινον οἰκίαν».