A v. σῆτες. σατήοραι· σκαφαὶ βοτρύων, Hsch.
[Seite 864] od. σατές, dor. u. äol. statt σῆτες, τῆτες, heuer, in diesem Jahre, VLL.
σᾶτες: ἢ σᾱτές, Δωρικ. ἀντὶ σῆτες, τῆτες, τοῦτο τὸ ἔτος, ἐφέτος, Ἡσύχ.
Αεπίρρ. (δωρ. τ.) βλ. σῆτες.