ο, Ν(με ειρων. σημ.) (υποκορ. τ.) μικρός σατράπης, άτομο που συμπεριφέρεται και ενεργεί σχεδόν σαν σατράπης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1845 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].