σεῖστρος

Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ὁ,

   A yellow-rattle, Rhinanthus major, growing in the Scamander, Arist.Mir.846a34, cf. Ps.-Plu.Fluv.13.2 (οίστρ- codd.).

Greek (Liddell-Scott)

σεῖστρος: -ου, ὁ, φυτόν τι ὅμοιον ὀρόβω, καί φυόμενον παρὰ τὸν Σκάμανδον Ἀριστ. π. Θαυμασ. 160 (Βεκκῆρ. σίστρ.), πρβλ. Πλούτ. 2 1157Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de plante.
Étymologie: DELG σείω.

Greek Monolingual

ὁ, και σίτρος, ἡ, Α σείω
ποώδες φυτό.