σελαγίζω

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

   A = σελαγέω 11, Hymn.in PRoss.-Georg.11.17 (iii A.D.), Nonn.D.7.195, al.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰγίζω: τῷ προηγ. ΙΙ., Νόνν. Δ. 7. 195, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελαγίζει· αἴθεται, φλέγεται. ἀπὸ τοῦ σέλας».

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σελαΐζω Μ
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σελαγίζει
αἴθεται, φλέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας.