σημαντικότητα

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του σημαντικού, η σπουδαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαντικός. Η λ., στον λόγιο τ. σημαντικότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].