σημαντικός
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
σημαντική, σημαντικόν, significant,opp. ἄσημος, ὄνομά ἐστι φωνὴ σ. κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου Arist.Int.16a19; ῥῆμα.. φωνὴ συνθετὴ σ. μετὰ χρόνου Id.Po.1457a14; λόγος.. ἐστι φωνὴ σ. κατὰ συνθήκην Id.Int.16b26, cf. Stoic.2.48: c. gen., σ. ὑγιείας Arist.Top.106b36; σ. πάσης κακίας D.S.3.4; σ. ὄρη mountains giving signs of the weather, Thphr. Sign.51; σ. παρωτίδων indicative of mumps, Gal.17(1).405; -κά significant symptoms, Hp.Praec.11. Adv. σημαντικῶς Arist.Top.106b37: c.gen., M.Ant.10.7: Sup. σημαντικώτατα Longin.31.1.
German (Pape)
[Seite 874] zum Zeichen, zum Bezeichnen gehörig, geschickt; dah. bezeichnend, deutlich; φωνή, Plut. de an. procr. 27; ἐμφάσεις, Symp. 8, 10, 2; ὑγιείας, Arist. top. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui est un indice de, gén..
Étymologie: σημαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημαντικός -ή -όν [σημαίνω] betekenisdragend.
Russian (Dvoretsky)
σημαντικός: обозначающий, указывающий, знаменательный, значимый (φωνή Arst.): σ. τινος Arst., Diod. обозначающий что-л.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σημαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σημαίνω
αυτός που δηλώνει, που φανερώνει κάτι, που έχει μια ορισμένη σημασία (α. «ρήματα κινήσεως σημαντικά» β. «ὄνομά ἐστι φωνὴ σημαντικὴ κατὰ συνθήκην ἄνευ χρόνου», Αριστοτ.
γ. «δυνάμεως δὲ σημαντικὸν τὸ κέρας», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, μεγάλη σπουδαιότητα, αξιόλογος, αξιοσημείωτος (α. «σημαντικός παράγοντας» β. «σημαντική εξέλιξη» γ. «σημαντικά κέρδη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η σημαντική
η σημασιολογία
μσν.-αρχ.
1. αυτός που παρέχει ενδείξεις, που βοηθάει στην πρόβλεψη (α. «σημαντικὰ ὄρη» — τα βουνά που παρέχουν ενδείξεις για την πρόβλεψη του καιρού, Θεόφρ.
β. [για τα άστρα] «οὐκ αἴτια γενέσεως, σημαντικὰ δὲ τῶν γινομένων», Ωριγ.)
2. σημάδι, σύμπτωμα νόσου («σημαντικὸς παρωτίδων» — δηλωτικός παρωτίτιδας, Γαλ.)
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σημαντικά
τα συμπτώματα τών νόσων.
επίρρ...
σημαντικά / σημαντικῶς ΝΜΑ
νεοελλ.
κατά τρόπο σημαντικό, αξιοσημείωτα, σοβαρά, σε αρκετό βαθμό («τα έσοδα αυξήθηκαν σημαντικά»)
μσν.-αρχ.
κατά τρόπο δηλωτικό, ενδεικτικώς.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων σημασίαν, σημαίνων τι, ἐνδεικτικός, δηλωτικός, ἀντίθετον τῷ ἄσημος, ὄνομά ἐστι φωνὴ χρόνου σημαντικὴ Ἀριστ. π. Ἑρμην. 2. 2· ῥῆμα ... φωνὴ σημαντικὴ μετὰ χρόνου ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 20. 9· λόγος ... ἐστὶ φωνὴ σ. κατὰ συνθήκην ὁ αὐτ. π. Ἑρμην. 4, 1·- μετὰ γεν., σ. ὑγιείας ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 15, 10· σ. πάσης κακίας Διόδ. 3. 4·- σ. ὄρη, παρέχοντα σημεῖα τοῦ καιροῦ, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 4, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 10· ὑπερθ. -ώτατα, Λογγῖν. 31. 1.