γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
η / σπουδαιότης, -ητος, ΝΜΑ σπουδαίοςη ιδιότητα του σπουδαίου, του σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικόαρχ.σοβαρότητα.