σπουδαιότητα

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

η / σπουδαιότης, -ητος, ΝΜΑ σπουδαίος
η ιδιότητα του σπουδαίου, του σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικό
αρχ.
σοβαρότητα.