σπουδαιότητα
From LSJ
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
Greek Monolingual
η / σπουδαιότης, -ητος, ΝΜΑ σπουδαίος
η ιδιότητα του σπουδαίου, του σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικό
αρχ.
σοβαρότητα.
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
η / σπουδαιότης, -ητος, ΝΜΑ σπουδαίος
η ιδιότητα του σπουδαίου, του σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικό
αρχ.
σοβαρότητα.