σπουδαιότητα
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
η / σπουδαιότης, -ητος, ΝΜΑ σπουδαίος
η ιδιότητα του σπουδαίου, του σημαντικού, το να είναι κάτι σημαντικό
αρχ.
σοβαρότητα.