σίαλο

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ
το σάλιο
αρχ.
ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι- του αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ
πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα -αλον (πρβλ. πέτ-αλον, πτύ-αλον). Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που συνδέεται πιθ. με το ρ. πτύω. Αντίθετα, η σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. ksĩvati «φτύνω» δεν θεωρείται πιθανή].