σιαλίς

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a kind of

   A bird, Did. ap. Ath.9.392f.    II σιαλίς· βλέννος, Ἀχαιοί, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σιαλίς: -ίδος, εἶδος πτηνοῦ, Ἀθην. 392F. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιαλίς· βλέννος Ἀχαιοί».

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Αχαιούς) «βλέννος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίαλον «σάλιο» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. κύμινδ-ις)].