ον,
A with iron wheels, ἅμαξαι Suid. s.v. περίγρα.
σῐδηρότροχος: -ον, ὁ ἔχων σιδηροῦς τροχούς, ἅμαξα Σουΐδ.
-ον, Ααυτός που έχει σιδερένιους τροχούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τροχος (< τροχός), πρβλ. πυρί-τροχος).