σιδηρότροχος
From LSJ
πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
English (LSJ)
σιδηρότροχον, with iron wheels, ἅμαξαι Suid. s.v. περίγρα.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρότροχος: -ον, ὁ ἔχων σιδηροῦς τροχούς, ἅμαξα Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένιους τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τροχος (< τροχός), πρβλ. πυρίτροχος).