σιδηρεία

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ἡ,

   A working in iron, X.An.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 879] Eisenarbeit, sowohl die bergmännische Gewinnung, als das Bearbeiten und Schmieden des Eisens, Xen. An. 5, 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρεία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν σίδηρον, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extraction du fer.
Étymologie: σιδηρεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιδηρεύω
η εξόρυξη και η κατεργασία του σιδήρου.