εξόρυξη

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

η (AM ἐξόρυξις) εξορύσσω
1. η εκσκαφή, η εξαγωγή μεταλλεύματος ή πετρώματος από το υπέδαφος
2. η βίαιη εξαγωγή τών οφθαλμών, η τύφλωση
νεοελλ.
η χειρουργική αφαίρεση του οφθαλμικού βολβού.