σιδερικό
Greek Monolingual
το, Ν
1. κομμάτι ή εργαλείο από σίδερο
2. μτφ. φορητό πυροβόλο όπλο, πιστόλι, κουμπούρι
3. (ιδίως στον πληθ.) τα σιδερικά
υλικά, εργαλεία, σκεύη ή και όπλα, αμυντικά ή επιθετικά, από μέταλλο και, ιδίως, από σίδηρο
4. φρ. «είναι φορτωμένος σιδερικά» — είναι πάνοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδερο + κατάλ. -ικός].