σιδηροτρύπανον

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A iron borer, Daimachus 4J.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenbohrer, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτρύπᾰνον: [ῡ], τό, τρύπανον ἐκ σιδήρου, ἢ δι’ οὗ τρυπᾶται ὁ σίδηρος, παρὰ Στεφ. Βυζ. ἴδε Λακεδαίμων.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τρυπάνι κατασκευασμένο από σίδηρο ή τρυπάνι με το οποίο διατρυπάται ο σίδηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρύπανον (πρβλ. κεφαλο-τρύπανον)].