-ίταρκες, Ν(για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτ-άρκης].