σιλουροειδείς
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. τάξη ευρέως διαδεδομένων ιχθύων, κυρίως τών γλυκών νερών, με 2.500 περίπου είδη κατανεμημένα σε 30 περίπου οικογένειες, που φέρουν χαρακτηριστικές προσακτρίδες, κν. μουστάκια, γύρω από το στόμα, λόγω τών οποίων είναι γνωστοί με την κοινή ονομασία γατόψαρα, αλλ. σιλουρόμορφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siluroidea < σίλουρος «είδος ψαριού» + -ειδής].