σιδόεις

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of the pomegranate, καρπεῖον Nic.Al.276.

German (Pape)

[Seite 880] εσσα, εν, vom Granatapfel, von seiner Farbe, granatroth, Nic. Al. 276.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδόεις: εσσα, εν, ὁ ἐκ σίδης (ῥοιᾶς), ὅμοιος ῥοιᾷ, Νικ. Ἀλεξιφ. 276.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῑον», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις].