σιδόεις
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
σιδόεσσα, σιδόεν, of the pomegranate, καρπεῖον Nic.Al.276.
German (Pape)
[Seite 880] εσσα, εν, vom Granatapfel, von seiner Farbe, granatroth, Nic. Al. 276.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδόεις: εσσα, εν, ὁ ἐκ σίδης (ῥοιᾶς), ὅμοιος ῥοιᾷ, Νικ. Ἀλεξιφ. 276.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που προέρχεται από τη σίδη, τη ροδιά, ή ο όμοιος με τη σίδη («σιδόεν καρπεῖον», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδη «ροδιά» + κατάλ. -όεις].