ροδιά

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

και ροϊδιά, η, Ν ρόδι
βοτ. κοινή ονομασία του δέντρου Punica granatum του γένους Πούνικα, της οικογένειας πουνικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, το ρόδι.