ροδιά

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

και ροϊδιά, η, Ν ρόδι
βοτ. κοινή ονομασία του δέντρου Punica granatum του γένους Πούνικα, της οικογένειας πουνικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, το ρόδι.