Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδιά

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

και ροϊδιά, η, Ν ρόδι
βοτ. κοινή ονομασία του δέντρου Punica granatum του γένους Πούνικα, της οικογένειας πουνικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του, το ρόδι.