και σορόκος, ο, Νθερμός και υγρός άνεμος που πνέει πάνω από την Μεσόγειο και από τη νότια Ευρώπη από νότιες ή νοτιοανατολικές διευθύνσεις και προκαλεί βροχές και ομίχλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scirocco «νότιος άνεμος»].