σιρόκος

Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σορόκος, ο, Ν
θερμός και υγρός άνεμος που πνέει πάνω από την Μεσόγειο και από τη νότια Ευρώπη από νότιες ή νοτιοανατολικές διευθύνσεις και προκαλεί βροχές και ομίχλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scirocco «νότιος άνεμος»].