και σταρένιος, -α, -ο, Νπαρασκευασμένος από αλεύρι σιταριού, σιταρήσιος (α. «σιταρένιο ψωμί» β. «σταρένια παξιμάδια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. -ένιος].