σιδηροπυρίτης

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) διθειούχο ορυκτό του σιδήρου που είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση και παράγει σπινθήρες, όταν χτυπηθεί με χαλύβδινο αντικείμενο, αλλ. πυρίτης.