σιτέμπορος

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ο έμπορος σιταριού και άλλων δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].