σκηνωτός

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ή, όν,

   A represented on the stage, scenic, Lyd. Mag.1.40.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τῆς σκηνῆς παριστανόμενος, σκηνικός, θεατρικός, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 40.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ [σκηνῶ (III)]
αυτός που παριστάνεται, που παρουσιάζεται πάνω στη σκηνή θεάτρου, θεατρικός.