σκηνωτός

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνωτός Medium diacritics: σκηνωτός Low diacritics: σκηνωτός Capitals: ΣΚΗΝΩΤΟΣ
Transliteration A: skēnōtós Transliteration B: skēnōtos Transliteration C: skinotos Beta Code: skhnwto/s

English (LSJ)

σκηνωτή, σκηνωτόν, represented on the stage, scenic, Lyd. Mag.1.40.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνωτός: -ή, -όν, ὁ ἐπὶ τῆς σκηνῆς παριστανόμενος, σκηνικός, θεατρικός, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 40.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Μ [σκηνῶ (III)]
αυτός που παριστάνεται, που παρουσιάζεται πάνω στη σκηνή θεάτρου, θεατρικός.