σκληρολέκτης

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A harsh-speaking, Sch.Ar.Nu.1370.

German (Pape)

[Seite 901] ὁ, der hart Redende (?).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρολέκτης: -ου, ὁ τραχύς, σκληρὸς τοὺς λόγους, ἔχων ξηρὸν λεξικόν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1367.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός του οποίου το λεκτικό είναι σκληρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζο-λέκτης.