σκονάκι

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
σκόνη
υποκορ.
1. μικρή ποσότητα φαρμάκου σε σκόνη
2. δόση ναρκωτικού
3. συνεκδ. μικρή ποσότητα κρασιού
4. μτφ. μικρό σημείωμα με συμπυκνωμένες σημειώσεις που χρησιμοποιείται από τους εξεταζόμενους σε γραπτές εξετάσεις για αντιγραφή.