ές, perh
A darkly glimmering, κλίμακες Zos.Alch. p.108 B.
-ές, Ααυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῑς», Ζώσιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιο-φεγγής].