σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.
3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.
Α(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].