σκεπόωσι

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. épq. de σκεπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεπόωσι ep. praes. ind. 3 plur. van σκεπάω.

Russian (Dvoretsky)

σκεπόωσι: эп. (= σκεπῶσι) 3 л. pl. praes. к σκεπάω.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπόωσι: «σκέπωσι. παρέχωσιν» Ἡσύχ., ἴδε σκεπάω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέπωσι, παράγωσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. ρ., μετονοματικού παρ. από τις λ. σκέπας ή σκεπή (βλ. λ. σκεπάζω, σκέπας)].

Greek Monotonic

σκεπόωσι: Επικ. γʹ πληθ. του σκεπάω.