σκολύφρα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Greek (Liddell-Scott)

σκολύφρα: «σκυθρωπὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και σκολύβρα Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπή, σκληρά, ἐργώδης, δυσχερής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκολύπτω.