σκυτεύω
English (LSJ)
A make shoes, X. Mem.4.2.22, Artem.1.51; also σκῡτ-έω, PGen.75.7 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 908] Schuster sein, das Schusterhandwerk treiben, Xen. Mem. 1, 2, 22, wie ein Schuster flicken.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτεύω: εἶμαι ὑποδηματοποιός, σκυτοτόμος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
être cordonnier.
Étymologie: σκυτεύς.
Greek Monolingual
Α σκῡτος
κατασκευάζω υποδήματα, επαγγέλλομαι τον σκυτοτόμο.