σκρόφα

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. μεγάλο θηλυκό γουρούνι, γουρούνα
2. ζωολ. κοινή ονομασία είδους του ψαριού σκόρπαινα
3. μτφ. α) πόρνη, γυναίκα που ζει από την πορνεία
β) συνεκδ. γυναίκα ξεπεσμένη ηθικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofa].