σοπράνο

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
μουσ.
1. η πιο υψηλή ανθρώπινη φωνητική περιοχή, που εκτείνεται περίπου από το μεσαίο ντο ώς το δεύτερο λα υψηλότερα
2. (για τρουγουδίστρια) υψίφωνος
3. το πιο υψηλόφωνο όργανο μιας οικογένειας οργάνων («σοπράνο σαξόφωνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. soprano < ιταλ. sopra «πάνω»].