σαξόφωνο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
μουσ. οικογένεια χάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων με μονό γλωσσίδι, επιστόμιο παρόμοιο με εκείνο του κλαρινέτου και σωλήνα με 24 περίπου οπές που ελέγχονται από ενδεδυμένα κλειδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. saxophone < saxo- (από το όν. του Βέλγου κατασκευαστή μουσικών οργάνων Α. J. Sax) + -phone (< φωνή)].