σολοικία

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.

German (Pape)

[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.

Greek (Liddell-Scott)

σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.

Greek Monolingual

ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.