και σουβλοκέφαλος, -η, -ο, Ναυτός που έχει σουβλερό, μυτερό κεφάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σουβλερός / σούβλα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. χοντρο-κέφαλος.