ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
και σουγλερός, -ή, -ό, Ναιχμηρός, μυτερός, οξύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σούβλα / σούγλα + κατάλ. -ερός (πρβλ. μυτερός)].